μπάλωμα — το (Μ μπάλωμα και ἐμπάλωμα και ἐμπάλωμαν και πάλωμα) [μπαλώνω] 1. η ενέργεια και το αποτέλεσμα τού μπαλώνω, επιδιόρθωση φθαρμένου ενδύματος ή υποδήματος με ραφή ή επικόλληση κομματιού από το ίδιο ύφασμα ή δέρμα 2. μτφ. μεγάλη κηλίδα χρώματος… … Dictionary of Greek
έρραμμα — ἔρραμμα, τὸ (Α) [ερράπτω] πρόσραμμα (μπάλωμα) ραμμένο πάνω σε κάτι … Dictionary of Greek
αμπάλωτος — η, ο [μπαλώνω] 1. (για ενδύματα ή υποδήματα) αυτός που δεν μπαλώθηκε, δεν επιδιορθώθηκε στο σημείο που είχε σκιστεί ή ανοίξει 2. αυτός που δεν παίρνει μπάλωμα 3. αυτός που δεν μπορείς να τόν δικαιολογήσεις, να τόν συγκαλύψεις … Dictionary of Greek
εμβάλωμα — το μπάλωμα … Dictionary of Greek
εμβόλισμα — ἐμβόλισμα, το (Α) το μπάλωμα … Dictionary of Greek
επίρραμμα — το (Α ἐπίρραμμα) [επιρράπτω] αυτό που προστίθεται σε κάτι με ραφή, το μπάλωμα νεοελλ. ναυτ. λωρίδα υφάσματος που ράβεται πάνω στα πανιά πλοίου, κατά την κατασκευή τους, για να ενισχύσει ορισμένα σημεία τους … Dictionary of Greek
κάττυμα — το (ΑΜ κάττυμα, Α και κάσσυμα) [καττύω] πέλμα υποδήματος από σκληρό δέρμα, η σόλα («προσερραμένα τοῑς ὑποδήμασι καττύματα», Λιβάν.) νεοελλ. κομμάτι από δέρμα που αντικαθιστά φθαρμένη σόλα μσν. μπάλωμα αρχ. 1. είδος ελαφρών υποδημάτων 2. είδος… … Dictionary of Greek
κατάπιασμα — το (Μ κατάπιασμα) [καταπιάνω] νεοελλ. 1. πρόχειρο ράψιμο, βελόνιασμα, τρύπωμα, μπάλωμα 2. μτφ. μνηστεία, αρραβώνας μσν. 1. εγχείρημα, πολεμικό τέχνασμα 2. πολεμικές προετοιμασίες … Dictionary of Greek
κόλλημα — το (AM κόλλημα) [κολλώ] καθετί που έχει ενωθεί με κόλλα, οτιδήποτε έχει συγκολληθεί νεοελλ. 1. κόλληση, συγκόλληση 2. αυτό που επικολλήθηκε, επικόλλημα, μπάλωμα 3. επίμονο και ενοχλητικό φλερτάρισμα 4. βοτ. γένος λειχήνων τής οικογένειας… … Dictionary of Greek
μπαλωματής — ο, θηλ. μπαλωματού (Μ μπαλωματής) [μπάλωμα] επιδιορθωτής υποδημάτων … Dictionary of Greek